Komplikować στα ελληνικά

Μετάφραση: komplikować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιπλέκω, εμπλέκω, μπλέκω, περιλαμβάνω, περίπλοκος, εμπλέκομαι, πολύπλοκος, περιπλέκουν, περιπλέξουν, περιπλέξει, περιπλέκει, να περιπλέξει
Komplikować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • chrzanić στα ελληνικά - κροκάλα, Βότσαλο, κροκάλες, cobble, λιθόστρωτους
  • dmuchawka στα ελληνικά - φυσερό, φυσητήρων, φυσερού, φυσούνας, φυσητήρες
  • dyptyk στα ελληνικά - δίπτυχο, δίπτυχα, δίπτυχες, δίπτυχου
  • integralność στα ελληνικά - ακεραιότητα, ακεραιότητας, την ακεραιότητα, της ακεραιότητας, η ακεραιότητα
Τυχαίες λέξεις
Komplikować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιπλέκω, εμπλέκω, μπλέκω, περιλαμβάνω, περίπλοκος, εμπλέκομαι, πολύπλοκος, περιπλέκουν, περιπλέξουν, περιπλέξει, περιπλέκει, να περιπλέξει