Kompromisowość στα ελληνικά

Μετάφραση: kompromisowość, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμμόρφωση
Kompromisowość στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • buntownik στα ελληνικά - επαναστατώ, επαναστάτης, αντάρτης, ανταρτών, των ανταρτών, επαναστάτη
  • chrypliwy στα ελληνικά - βραχνός, ενοχλητικός
  • czółno στα ελληνικά - βάρκα, κανό, κανόε, canoe, με κανό, το κανό
  • duszpasterski στα ελληνικά - ποιμενικός, ιερατικός, ιερατική, ιερατικά, ιερατικής, ιερατικό
Τυχαίες λέξεις
Kompromisowość στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμμόρφωση