Λέξη: διαφθορά

Σχετικές λέξεις: διαφθορά

διαφθορά ορισμός, διαφθορά στην ελλάδα, διαφθορά αντωνυμο, διαφθορά συνώνυμο, διαφθορά και διαπλοκή οικονομική ελίτ μμε πολιτική ελίτ, διαφθορά στο δημόσιο, διαφθορά γνωμικά, διαφθορά συνώνυμα, διαφθορά στον ιδιωτικό τομέα, διαφθορά στην αστυνομία

Συνώνυμα: διαφθορά

εξαχρείωση, αισχρότητα, φαυλότητα, κακοήθεια, αισχρότης, φαυλότης, δωροδοκία, αλλοίωση, παραφθορά, φθορά

Μεταφράσεις: διαφθορά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
venality, corruption, depravity, of corruption, corrupt
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
corrupción, la corrupción, de corrupción
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bestechung, käuflichkeit, korruption, Korruption, Korruptions, der Korruption, die Korruption, Beschädigung
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
corruption, détérioration, dépravation, la corruption, de corruption, contre la corruption
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
corruzione, la corruzione, danneggiamento, alla corruzione, di corruzione
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
corrupção, a corrupção, à corrupção, de corrupção, corrupção de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
corruptie, bederf, van corruptie, de corruptie, corruptie te, beschadiging
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
испорченность, развращенность, коррупция, продажность, искривление, искажение, порча, развращение, извращение, разложение, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bestikkelse, korrupsjon, korrupsjons, korrupsjonen, av korrupsjon
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
korruption, korruptionen, korruptions, av korruption
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
turmelus, maatuminen, mätäneminen, lahjominen, lahjonta, turmeltuminen, korruptio, korruption, korruptiota, lahjonnan, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
korruption, af korruption, bestikkelse, korruptionen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zkaženost, pokažení, podplácení, kažení, úplatkářství, korupce, korupci, poškození
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zepsucie, sprzedajność, korupcja, przekupstwo, przekłamanie, uszkodzenie, korupcji, korupcją
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elromlás, megvásárolhatóság, megrontás, züllöttség, vesztegetés, korrupció, a korrupció, korrupciós, korrupciót
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
rüşvet, bozulma, yolsuzluk, bozulması, yolsuzluğun
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
викривлення, продажність, гниття, перекручення, запроданство, корупція
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
korrupsioni, korrupsion, korrupsionit, korrupsionin, e korrupsionit
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
продажност, корупция, корупцията, с корупцията, на корупцията
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
карупцыя
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rikutus, müüdavus, äraostetavus, korruptsioon, korruptsiooni, korruptsiooniga, korruptsioonivastase, korruptsioonivastases
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
korupcija, korupcije, je korupcija, korupciju, korupciji
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
spillingu, spilling, sem spilling, spillingar
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
korupcija, korupcijos, korupciją, su korupcija
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
korupcija, korupciju, korupcijas
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
корупцијата, корупција, против корупцијата, на корупција
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
corupţie, corupție, corupției, corupția, a corupției, coruptiei
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
korupcija, korupcije, korupciji, korupcijo
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
úplatok, korupcie, korupcia, korupcii, korupciu, korupciou

Στατιστικά δημοτικότητας: διαφθορά

Τυχαίες λέξεις