Konkretyzować στα ελληνικά
Μετάφραση: konkretyzować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άγονος, στείρος, καθορίζω, συγκεκριμενοποιήσει, concretize, συγκεκριμενοποιήσει τις, να συγκεκριμενοποιήσει, να συγκεκριμενοποιήσει τις
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- demagogia στα ελληνικά - δημαγωγία, δημαγωγίας, τη δημαγωγία, της δημαγωγίας
- elektryczny στα ελληνικά - ρεύμα, τωρινός, ηλεκτρικός, ηλεκτρικό, ηλεκτρική, ηλεκτρικά, ηλεκτρικών
- gros στα ελληνικά - χοντρός, αισχρός, ακαθάριστος, πλειονότητα, πρόστυχος, ακαθάριστο, ακαθάριστα, ...
- ikonografia στα ελληνικά - εικονογραφία, εικονογραφίας, αγιογραφία, αγιογραφίας, την εικονογραφία
Τυχαίες λέξεις
Konkretyzować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άγονος, στείρος, καθορίζω, συγκεκριμενοποιήσει, concretize, συγκεκριμενοποιήσει τις, να συγκεκριμενοποιήσει, να συγκεκριμενοποιήσει τις
Μεταφράσεις: άγονος, στείρος, καθορίζω, συγκεκριμενοποιήσει, concretize, συγκεκριμενοποιήσει τις, να συγκεκριμενοποιήσει, να συγκεκριμενοποιήσει τις