Λέξη: οδοντικός
Σχετικές λέξεις: οδοντικός
οδοντικός τύπος ανθρώπου, οδοντικός φραγμός, οδοντικός πολφός, οδοντικός πόνος
Συνώνυμα: οδοντικός
οδοντόφωνος, οδοντιατρικός, φατνιακός, κυψελικός
Μεταφράσεις: οδοντικός
οδοντικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dental, alveolar, alveolar artery
οδοντικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dental, dentales, dental de, odontológica, odontológico
οδοντικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zahnärztlich, zahnlaut, dental, Zahn, zahnärztliche, zahnärztlichen
οδοντικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dental, dentaire, dentaires, soins dentaires, dentiste, de soins dentaires
οδοντικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dentale, odontoiatrico, dentali, dentistico, odontoiatrica
οδοντικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dental, dentária, dentário, odontológico, odontológica
οδοντικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
getand, tand-, tandheelkundige, tandheelkunde, tand, dentale
οδοντικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
протезист, зуб, зубоврачебный, дентальный, зубной, стоматологическая, стоматологической, стоматологические, стоматологический
οδοντικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dental, tann, tannlege, tannhelsepersonell
οδοντικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dentala, dental, tand, tandvård
οδοντικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hammas-, Dental, hampaiden, hammaslääkärin, hammashoidon
οδοντικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dental, tandlæge, tand, dentale, dentalt
οδοντικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dentální, zubní, zubního, zubních, stomatologické
οδοντικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zębny, zębowy, stomatologiczny, dentystyczny, dentystyczne, stomatologiczne
οδοντικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fogászati, fog, fogorvosi, a fogászati, fogtechnikai
οδοντικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
diş, dental, Dişçi, dişhekimliği, diş tedavisi
οδοντικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зуб, зубний, зубної, зубною, зубного, зубному
οδοντικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dentar, Dentare, dhëmbëve, Dental, e dhëmbëve
οδοντικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
зъболекарски, стоматологична, дентална, стоматологично, денталната
οδοντικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
зубной, зубны, зубнога, зубным, зубное
οδοντικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
uuristus, sälk, mõlk, hamba-, hambaravi, dental, hambaarsti, hammaste
οδοντικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zubarski, zubnim, zubarske, zubnih, zubnom, zubni, stomatološka, stomatološke, dental, stomatološki
οδοντικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tann, Dental, tannlæknaþjónustu, tannlækninga, tannlækningar
οδοντικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dantų, Dental, stomatologijos, odontologijos, odontologinį
οδοντικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
zobu, zobārstniecības, Dental, zobārsta, Zobārstu
οδοντικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
стоматолошки, стоматолошка, дентална, забни, стоматолошката
οδοντικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dentar, dentare, dentară, dentara, stomatologic
οδοντικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dentální, zobni, zobozdravstveni, zobozdravstvena, zobozdravstvene, zobozdravstveno
οδοντικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zubní, zubné, zubná, zubný, zubnej, zubnú
Τυχαίες λέξεις