Konwersować στα ελληνικά

Μετάφραση: konwersować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνομιλώ, αντίστροφο, αντίθετο, συνομιλούν, converse, συνδιαλέγονται
Konwersować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dyspergator στα ελληνικά - μέσο διασποράς, παράγοντα διασποράς, διασκορπιστικό, ουσία διασποράς, μέσου διασποράς
  • fluorescencja στα ελληνικά - φθορισμός, φθορισμού, φθορισμό, του φθορισμού, ο φθορισμός
  • galopować στα ελληνικά - γκάλοπ, καλπάζω, καλπασμός, Ιππασία, καλπασμό, Gallop, καλπασμού
  • indyk στα ελληνικά - διάνος, γαλοπούλα, τουρκία, Τουρκία, γαλοπούλας, την Τουρκία, της Τουρκίας
Τυχαίες λέξεις
Konwersować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνομιλώ, αντίστροφο, αντίθετο, συνομιλούν, converse, συνδιαλέγονται