Korzystać στα ελληνικά
Μετάφραση: korzystać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κέρδος, ωφέλεια, απολαβή, χρήση, επίδομα, επωφελούμαι, άσκηση, χρησιμοποιώ, όφελος, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bułka στα ελληνικά - κυλώ, κότσος, κύλινδρος, ψωμάκι, ρολό, roll, κύλινδρο, ...
- bękart στα ελληνικά - ορφανός, μπάσταρδος, νόθος, κάθαρμα, νόθο, μπάσταρδο
- dosadny στα ελληνικά - στρογγυλός, αμβλύς, κάμπος, πεδιάδα, γύρος, απότομος, σκέτος, ...
- fajerwerk στα ελληνικά - πυροτέχνημα, πυροτεχνήματα, πυροτεχνημάτων, πυροτεχνήματος, τα πυροτεχνήματα
Τυχαίες λέξεις
Korzystać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κέρδος, ωφέλεια, απολαβή, χρήση, επίδομα, επωφελούμαι, άσκηση, χρησιμοποιώ, όφελος, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
Μεταφράσεις: κέρδος, ωφέλεια, απολαβή, χρήση, επίδομα, επωφελούμαι, άσκηση, χρησιμοποιώ, όφελος, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση