Ωφέλεια στα πολωνικά

Μετάφραση: ωφέλεια, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zyskać, korzyść, zysk, pożytek, skorzystać, dobrodziejstwo, dochód, zasiłek, korzystać, benefis, świadczenie, przywilej, użyteczność, narzędzie, narzędziem, narzÄ ™ dzie
Ωφέλεια στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ωφέλεια

κοινή ωφέλεια, ωφέλεια από την άσκηση δικαιώματος προαίρεσης απόκτησης μετοχών, ωφέλεια λεξικό, ωφέλεια από τα μνημόσυνα, ωφέλεια λόγω αποδείξεων, ωφέλεια λεξικό γλώσσας πολωνικά, ωφέλεια στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • ωστόσο στα πολωνικά - już, dotąd, wszelako, nawet, dotychczas, jednak, jakkolwiek, ...
  • ωτακουστώ στα πολωνικά - podsłuchać, podsłuchiwać, usłyszeć, overhear
  • ωφέλιμος στα πολωνικά - dobroczynny, pożyteczny, zbawienny, korzystny, przydatny, użyteczny, przydatne, ...
  • ωφελώ στα πολωνικά - przynieść, pożytek, korzyść, pomagać, przynosić, ofelo
Τυχαίες λέξεις
Ωφέλεια στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: zyskać, korzyść, zysk, pożytek, skorzystać, dobrodziejstwo, dochód, zasiłek, korzystać, benefis, świadczenie, przywilej, użyteczność, narzędzie, narzędziem, narzÄ ™ dzie