Kotlet στα ελληνικά
Μετάφραση: kotlet, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόβω, τσεκουριά, τεμαχίζω, μπριζόλα, ψιλοκόψτε, τεμαχίσει, τεμαχίστε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- decydowanie στα ελληνικά - αποφασίζει, να αποφασίσει, αποφασίζουν, αποφασίσει, αποφασιστεί
- doraźny στα ελληνικά - πρόσκαιρος, ξέγνοιαστος, ανεπίσημος, προσωρινός, περίληψη, σύνοψη, συνοπτική, ...
- długowieczność στα ελληνικά - μακροβιότητα, μακροζωία, μακροζωίας, τη μακροζωία, διάρκεια ζωής
- finansować στα ελληνικά - χρηματοδοτώ, οικονομικά, Οικονομικών, χρηματοδότηση, χρηματοδότησης, Finance
Τυχαίες λέξεις
Kotlet στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόβω, τσεκουριά, τεμαχίζω, μπριζόλα, ψιλοκόψτε, τεμαχίσει, τεμαχίστε
Μεταφράσεις: κόβω, τσεκουριά, τεμαχίζω, μπριζόλα, ψιλοκόψτε, τεμαχίσει, τεμαχίστε