Krzyżować στα ελληνικά

Μετάφραση: krzyżować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σταυρός, απογοητεύω, διασχίζω, ανατρέπω, γέμισμα, διασχίζουν, διασχίσουν, διασχίσει, περάσουν
Krzyżować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezechowy στα ελληνικά - ανηχοϊκ, αντιηχητικοί, ανηχοϊκό, ανηχωικού, ανηχητικό
  • data στα ελληνικά - χουρμάς, ημερομηνία, ημερομηνίας, την ημερομηνία, σήμερα, ημερομηνία που
  • faksować στα ελληνικά - φαξ, fax
  • heros στα ελληνικά - ήρωας, ήρωα, ο ήρωας, ήρωάς, ήρωά
Τυχαίες λέξεις
Krzyżować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σταυρός, απογοητεύω, διασχίζω, ανατρέπω, γέμισμα, διασχίζουν, διασχίσουν, διασχίσει, περάσουν