Laicki στα ελληνικά
Μετάφραση: laicki, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοσμικός, ξαπλώνω, στρώνω, κοσμική, κοσμικό, κοσμικής, κοσμικού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- agregacja στα ελληνικά - συσσωμάτωση, Η συσσωμάτωση, Aggregation, Συνάθροιση, θροισμα
- dygnitarstwo στα ελληνικά - αξιοπρέπεια, μεγαλοπρέπεια, ευγένεια
- elipsa στα ελληνικά - έλλειψη, έλλειψης, ελλείψεως, ελλειπτική, έλλειψη που
- fortyfikować στα ελληνικά - ενδυναμώνω, καρδαμώνω, οχυρώσουν, εμπλουτισμό, ενισχύσουν, ενισχύουν, οχυρώσει
Τυχαίες λέξεις
Laicki στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοσμικός, ξαπλώνω, στρώνω, κοσμική, κοσμικό, κοσμικής, κοσμικού
Μεταφράσεις: κοσμικός, ξαπλώνω, στρώνω, κοσμική, κοσμικό, κοσμικής, κοσμικού