Λέξη: διάλεξη

Σχετικές λέξεις: διάλεξη

διάλεξη ορισμός, διάλεξη του nils fischer, διάλεξη μαζάουερ, διάλεξη χατζιδάκι για το ρεμπέτικο, διάλεξη juan navarro baldeweg στην αθήνα, διάλεξη peter eisenman στην ελλάδα, διάλεξη αγγλικά, διάλεξη point supreme architects, διάλεξη του σλαβόι ζίζεκ, διάλεξη του άδωνι στο χάρβαρντ

Συνώνυμα: διάλεξη

παράδοση, επίπληξη, νουθεσία, διδαχή, προκήρυξη, δημόσια ανάγνωση

Μεταφράσεις: διάλεξη

διάλεξη στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lecture, a lecture, talk, speech, the lecture

διάλεξη στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
conferencia, conferencias, de conferencias, charla, clase

διάλεξη στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vorlesung, vortragen, referat, standpauke, vortrag, lektüre, Vortrag, Vorlesung, Vortrags, Vorlesungs

διάλεξη στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cours, prononcer, professer, conférence, proférer, discours, exposé, lecture, conférences

διάλεξη στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
conferenza, lezione, conferenze, lettura, lecture

διάλεξη στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aula, palestra, conferência, leitura, lecture

διάλεξη στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
spreekbeurt, spreken, voordracht, lezing, college, hoorcollege

διάλεξη στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
преподавать, нотация, доклад, аудитория, отложить, выкладывать, лекция, излагать, поучение, лекции, лекцию, лекций

διάλεξη στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
foredrag, forelesning, forelesningen, foredraget

διάλεξη στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
föreläsa, föreläsning, föredrag, föreläsningen, föreläsnings

διάλεξη στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
saarna, tunti, esitelmä, läksyttää, luento, luennon, lecture, luennossa, luentoa

διάλεξη στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
foredrag, lektie, forelæsning, lecture, foredraget

διάλεξη στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přednáška, přednášet, přednášková, př, přednášky, přednáškový

διάλεξη στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wykładać, wymawiać, wykład, prelekcja, odczyt, pouczać, udzielić, udzielać, monitować, wykładu, wykładowa, wykładów

διάλεξη στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
előadás, előadást, Lecture, előadása, Tantermi

διάλεξη στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
konferans, konuşma, ders, anlatım, anlatımı, Teorik

διάλεξη στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
читець, лекція, реферат, работа, курсовая работа, контрольная работа

διάλεξη στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
leksion, Leksioni, ligjëratë, Ligjërata, Ligjerata

διάλεξη στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лекция, лекцията, лекции, лекция на, лекционния

διάλεξη στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лекцыя, рэферат, РЕФЕРАТ, курсавая праца, курсавая

διάλεξη στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lugema, loeng, loengu, loengut, loenguga, loengus

διάλεξη στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
predavanje, predavati, predavanja, Predavanju, pridika

διάλεξη στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fyrirlestur, Fyrirlesturinn, fyrirlestrinum, fyrirlestri, Erindi

διάλεξη στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paskaita, paskaitos, paskaitą, paskaitų, Wykład

διάλεξη στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lekcija, lekciju, lekcijas, lecture, nodarbību

διάλεξη στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
предавањето, предавање, предавања, лекција, предавање на

διάλεξη στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
conferinţă, prelegere, curs, conferință, lectură, de curs

διάλεξη στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
predavanje, predavanja, Predavalnica, predavanju, predavanj

διάλεξη στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prednáška, výšky, prednášky, prednášku, prednáške

Στατιστικά δημοτικότητας: διάλεξη

Τυχαίες λέξεις