Lansować στα ελληνικά

Μετάφραση: lansować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προάγω, προωθώ, προώθηση, την προώθηση της, την προώθηση, προωθούν, προωθήσουν
Lansować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • brosz στα ελληνικά - καρφίτσες, πόρπες, Brooches
  • decydująco στα ελληνικά - ζωτικής, ζωτική, εξαιρετικά, ζωτικά, ζωτικώς
  • drobić στα ελληνικά - κιμάς, θρυμματίζω, πάω βόλτα, βηματισμός νήπιου, βαδίζω με μικρά βήματα ώς το νήπιον
Τυχαίες λέξεις
Lansować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προάγω, προωθώ, προώθηση, την προώθηση της, την προώθηση, προωθούν, προωθήσουν