Lawirować στα ελληνικά

Μετάφραση: lawirować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπεκφεύγω, χτυπώ, νικώ, δέρνω, αλλαγή, μετατόπιση, στροφή, μετατόπισης, βάρδια
Lawirować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezkresny στα ελληνικά - άπειρος, άπειρη, άπειρο, άπειρες, άπειρα
  • bibliotekarstwo στα ελληνικά - βιβλιοθήκη, βιβλιοθηκονομία, βιβλιοθηκονομίας, βιβλιοθηκαρίου, τη βιβλιοθηκονομία, βιβλιοθηκονομικό
  • fachowy στα ελληνικά - επαγγελματίας, επαγγελματικός, επαγγελματική, επαγγελματικών, επαγγελματικής
  • fiskalny στα ελληνικά - δημοσιονομικός, δημοσιονομική, δημοσιονομικής, φορολογικών, φορολογικής
Τυχαίες λέξεις
Lawirować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπεκφεύγω, χτυπώ, νικώ, δέρνω, αλλαγή, μετατόπιση, στροφή, μετατόπισης, βάρδια