Λέξη: προδικάζω

Σχετικές λέξεις: προδικάζω

προδικάζω συνώνυμο, προδικάζω βικιλεξικο, προδικάζω σημασια, προδικάζω ορισμός

Συνώνυμα: προδικάζω

προβλέπω, προκρίνω

Μεταφράσεις: προδικάζω

προδικάζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
preconceive, prejudge, foresee, prejudging

προδικάζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
preconcebir

προδικάζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
preconceive

προδικάζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
anticiper, préconcevoir, avoir une idée à l'avance, avoir une conception à l'avance

προδικάζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
formarsi in anticipo un opinione di, preconceive

προδικάζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
preconceber, precisão

προδικάζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
van tevoren voorstellen, tevoren voorstellen

προδικάζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
preconceive

προδικάζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
preconceive

προδικάζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
preconceive

προδικάζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
omaksua ennakolta

προδικάζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
preconceive

προδικάζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
předjímat

προδικάζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uprzedzać, wyobrażać, uprzedzić, wyobrażać sobie naprzód, z góry powziąć sąd

προδικάζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
előre megalkot véleményt

προδικάζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
peşin hüküm, peşin hüküm vermek, önyargıda bulunmak, önyargılı, önyargıda

προδικάζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
preconceive

προδικάζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
preconceive

προδικάζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
preconceive

προδικάζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
preconceive

προδικάζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
eelarvamustest, Võtta eelnevalt

προδικάζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
preconceive

προδικάζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
preconceive

προδικάζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
iš anksto įsivaizduoti, sau anksto, iš anksto susidaryti, anksto susidaryti nuomonę, iš anksto susidaryti nuomonę

προδικάζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iepriekš izdomāt

προδικάζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
preconceive

προδικάζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
preconceive

προδικάζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
preconceive

προδικάζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
predbiehať, predvídať, prejudikovať, anticipovať, predpovedať
Τυχαίες λέξεις