Legitymować στα ελληνικά

Μετάφραση: legitymować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναγνωρίζω, δικαιώνω, ταυτίζω, δικαιολογώ, δικαιολογούν, δικαιολογήσει, δικαιολογεί, να δικαιολογήσει, δικαιολογήσουν
Legitymować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • chudy στα ελληνικά - πενιχρός, λιγνός, αραιός, ακουμπώ, ψιλός, κλίνω, άπαχος, ...
  • comber στα ελληνικά - σέλλα, σαμάρι, σέλα, σέλας, σέλλας
  • galaretowacieć στα ελληνικά - ζελατινοποίησις, ζελατινοποίηση, ζελατινοποίησης, ζελατινοποιήσεως, η ζελατινοποίηση
  • hrabia στα ελληνικά - μετρώ, κόμης, υπολογίζω, αρίθμηση, μετράνε, μετρούν, μετρήσει
Τυχαίες λέξεις
Legitymować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναγνωρίζω, δικαιώνω, ταυτίζω, δικαιολογώ, δικαιολογούν, δικαιολογήσει, δικαιολογεί, να δικαιολογήσει, δικαιολογήσουν