Λέξη: ευτυχισμένος

Σχετικές λέξεις: ευτυχισμένος

ευτυχισμένος άνθρωπος, ευτυχισμένος πρίγκιπας, ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του οδυσσέα σεφερης, ευτυχισμένος γάμος, ευτυχισμένος συνώνυμα, ευτυχισμένος ο καινούριος χρόνος, ευτυχισμένος πρίγκιπας όσκαρ ουάιλντ, ευτυχισμένος που υπάρχεις - μάνος ξυδούς, ευτυχισμένος που υπάρχεις - μάνος ξυδούς stixoi, ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του οδυσσέα

Συνώνυμα: ευτυχισμένος

ευτυχής, μακάριος

Μεταφράσεις: ευτυχισμένος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
happy, blissful
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dichoso, feliz, alegre, contento, felices, contentos, feliz de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
glücklich, zufrieden, glückliche, glücklichen, glückliches
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
joyeux, heureuse, gai, heureux, fortuné, réjoui, chanceux, plaisir, content, heureux de
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fausto, felice, lieto, fortunato, felici, contento, lieti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
felicidade, prazer, feliz, felizes, contente, satisfeitos
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gelukkig, blij, gelukkige, graag, tevreden
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
благополучный, счастливый, ликующий, радостный, веселый, довольный, улыбчивый, удачный, счастливы, счастлив, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
glad, lykkelig, heldig, fornøyd, happy, glade
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lycklig, glad, lyckligt, glada, gärna
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
onnellinen, menestyvä, iloinen, tyytyväinen, tyytyväisiä, happy
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lykkelig, glad, heldig, glade, tilfreds, glade for
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
šťastný, veselý, spokojený, rád, šťastná
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szczęśliwy, radosny, zadowolony, szczęśliwa, szczęśliwi, zadowoleni
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
boldog, boldogok, szívesen, boldoggá
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mutlu, mutluluk, memnun, happy, mutlu bir
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
веселий, весело, задоволений, удалий, щасливий, щаслива, найщасливіший
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lumtur, i lumtur, të lumtur, kënaqur, të kënaqur
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
щастлив, щастливи, щастлива, доволни, радваме
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шчаслівы, шчасьлівы
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rahul, õnnelik, hea meel, õnnelikud, happy
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
razdragana, sretan, zadovoljan, sretni, sretna, rado, zadovoljni
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hamingjusamur, kátur, glaður, sæll, ánægð, ánægður, fús, ánægðir
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
felix, fortunatus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
laimingas, laimingi, laiminga, malonu, mielai
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
laimīgs, veiksmīgs, priecīgi, laimīgi, priecīgs, laimīgu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
среќен, среќни, Задоволен, среќна, задоволни
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fericit, fericită, fericiți, faultul, de fericit
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vesel, srečna, srečen, Z veseljem, srečni
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
šťastný, šťastná, bezstarostný, happy

Στατιστικά δημοτικότητας: ευτυχισμένος

Τυχαίες λέξεις