Lek στα ελληνικά

Μετάφραση: lek, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φάρμακο, ναρκωτικό, ιατρική, φαρμάκου, ναρκωτικών, φαρμάκων, ναρκωτικά
Lek στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • drobny στα ελληνικά - θίγω, ψιλή, λεπτό, λεπτομερής, ελαφρύς, φίνος, πρόστιμο, ...
  • drugorzędowy στα ελληνικά - δευτερεύων, δευτεροβάθμιας, δευτεροβάθμια, δευτερεύουσα, δευτερογενή
  • dziwka στα ελληνικά - πατσαβούρα, πόρνη, σκωρία, σκύλα, τσούλα, παλιοθήλυκο, τσουλί, ...
  • gazowy στα ελληνικά - αέριο, αερίου, αερίων, φυσικού αερίου, φυσικό αέριο
Τυχαίες λέξεις
Lek στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φάρμακο, ναρκωτικό, ιατρική, φαρμάκου, ναρκωτικών, φαρμάκων, ναρκωτικά