Lekceważyć στα ελληνικά

Μετάφραση: lekceważyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιφρόνηση, άγνοια, ανιχνεύω, παραγνωρίζω, παραβλέπω, ελαφρύς, πρόσκοπος, περιφρονώ, ανιχνευτής, αγνοώ, προσβάλλω, θίγω, καταφρόνια, μικρός, ελαφρός, ελαφρά, μικρή, μικρές
Lekceważyć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • artretyzm στα ελληνικά - αρθρίτιδα, αρθρίτιδας, αρθρίτιδος, την αρθρίτιδα, της αρθρίτιδας
  • biodrowy στα ελληνικά - γοφός, λαγόνια, λαγόνιο, λαγόνιες, λαγόνιας, λαγόνιων
  • bioróżnorodność στα ελληνικά - βιοποικιλότητα, βιοποικιλότητας, της βιοποικιλότητας, τη βιοποικιλότητα, η βιοποικιλότητα
Τυχαίες λέξεις
Lekceważyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιφρόνηση, άγνοια, ανιχνεύω, παραγνωρίζω, παραβλέπω, ελαφρύς, πρόσκοπος, περιφρονώ, ανιχνευτής, αγνοώ, προσβάλλω, θίγω, καταφρόνια, μικρός, ελαφρός, ελαφρά, μικρή, μικρές