Λέξη: παρακώλυση
Σχετικές λέξεις: παρακώλυση
παρακώλυση λειτουργίας σχολείου, παρακώλυση χρήσης γειτονικών ιδιοκτησιών, παρακώλυση συνωνυμα, παρακώλυση λειτουργίας δημόσιας υπηρεσίας, παρακώλυση συνωνυμο, παρακώλυση λεξικό, παρακώλυση κυκλοφορίας, παρακώλυση δικαιοσύνης, παρακώλυση συγκοινωνιών, παρακώλυση δημόσιας υπηρεσίας
Μεταφράσεις: παρακώλυση
παρακώλυση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
obstruction, impediment, hindrance, impeded, obstructing
παρακώλυση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
impedimento, obstáculo, estorbo, obstrucción, la obstrucción, obstrucción de, obstrucción del, una obstrucción
παρακώλυση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verhinderung, störung, hindernis, widerstand, blockierung, verzögerung, hemmnis, behinderung, verwehrung, Behinderung, Obstruktion, Verstopfung, Hindernis, Blockierung
παρακώλυση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
haie, obstacle, embarras, empêchement, engorgement, bouchon, dérangement, accroc, barrière, achoppement, obstruction, encombre, constipation, traverse, anicroche, entrave, l'obstruction, une obstruction
παρακώλυση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ostacolo, impaccio, inciampo, impedimento, ostruzione, l'ostruzione, ostruzione delle, occlusione
παρακώλυση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
obstáculo, obstrução, a obstrução, obstrução de, de obstrução, obstrução da
παρακώλυση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hinderpaal, beletsel, obstakel, storing, hindernis, obstructie, verstopping, belemmering, obstructie van
παρακώλυση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заминка, задержка, препона, преграда, заграждение, завал, непроходимость, закупорка, обструкция, препятствие, загвоздка, помеха, затруднение, засорение, задержание, обструкции
παρακώλυση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hinder, hindring, obstruksjon, hindringer, hindringen
παρακώλυση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hinder, obstruktion, hindret
παρακώλυση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
haitta, este, vaiva, kanki, häiriö, häirintä, aita, tukkeuma, tukos, esteen, estäminen
παρακώλυση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forhindring, hindring, obstruktion, hindringer, forhindringer
παρακώλυση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zácpa, ucpání, zábrana, překážka, obstrukce, překážky, obstrukci, obstrukcí
παρακώλυση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zatkanie, niedrożność, zatamowanie, jąkanie, obstrukcja, utrudnianie, zawada, przeszkadzanie, zaparcie, przeszkoda, utrudnienie, przeszkody, niedrożności
παρακώλυση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
meggátlás, akadály, obstrukció, elzáródás, akadályt, elzáródása
παρακώλυση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
engel, obstrüksiyonu, obstrüksiyon, tıkanıklığı, tıkanıklık
παρακώλυση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перешкоджати, затримувати, непрохідність, перешкодити, заважати, завада, обструкція, перешкода, просування
παρακώλυση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pengim, pengesë, pengimi, pengimi i, obstruksionet
παρακώλυση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
заграждение, обструкция, запушване, препятствие, обструкция на, възпрепятстване
παρακώλυση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абструкцыя, абструкцыю
παρακώλυση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tõke, takistus, obstruktsioon, obstruktsiooni, takistamine, takistamise
παρακώλυση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
začepljenje, smetnja, zapreka, prepreka, opstrukcija, opstrukcije, opstrukciju, ometanje
παρακώλυση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
teppa, teppa í, stíflað, stífla í, Þrengingar í
παρακώλυση στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
impedimentum
παρακώλυση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kliuvinys, kliūtis, obstrukcija, kliūčių, nepraeinamumas, obstrukcijos
παρακώλυση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
šķērslis, obstrukcija, traucējums, nosprostojums, obstrukcijas, liek šķēršļus
παρακώλυση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
опструкција, пречка, попречување, опструкцијата, опструкција на
παρακώλυση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
obstacol, impediment, obstrucție, obstructie, obstrucția, obstructia
παρακώλυση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
obstrukcija, oviranje, obstrukcijo, obstrukcije, zamašitev
παρακώλυση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zábrana, obštrukcie, obštrukcia, obštrukciu, obštrukcii, obštrukciou
Τυχαίες λέξεις