Leniuchować στα ελληνικά

Μετάφραση: leniuchować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λάσκος, χαλαρός, αργοκίνητος, μπόσικος, χασομερώ, τεμπελιάζω, laze, χαλαρώσετε, χαλαρώσουν
Leniuchować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • akwaforcista στα ελληνικά - χαράκτης, χαράκτη, etcher, εγκαίων με οξέα
  • calówka στα ελληνικά - βασιλεύω, κανόνας, ιθύνω, αποφασίζω, ιντσών, ίντσας, ίντσα
  • dokumentalny στα ελληνικά - ντοκιμαντέρ, ντοκυμαντέρ, εγγράφων, έγγραφα, τεκμηρίωσης
  • fechmistrz στα ελληνικά - ξιφομάχος, ξιφομάχο, ξίφος, ξιφομάχου, Μαχητή με ξίφος
Τυχαίες λέξεις
Leniuchować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λάσκος, χαλαρός, αργοκίνητος, μπόσικος, χασομερώ, τεμπελιάζω, laze, χαλαρώσετε, χαλαρώσουν