Licencja στα ελληνικά
Μετάφραση: licencja, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προνόμιο, άδεια, άδειας, πιστοποιητικού, αδείας, πιστοποιητικό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- beztlenowiec στα ελληνικά - αναερόβιος οργανισμός, αναερόβιο, αναερόβιος, αναερόβια, αναερόβιων
- bon στα ελληνικά - συγκολλώ, δεσμός, εισιτήριο, συνδέω, δεσμό, ομολόγων, δεσμού, ...
- dochód στα ελληνικά - γυρίζω, έσοδο, απολαβή, κέρδος, λήψη, εισόδημα, επιστροφή, ...
- dociekliwie στα ελληνικά - περίεργος, περίεργο, περίεργα, αδιάκριτο, περιέργεια
Τυχαίες λέξεις
Licencja στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προνόμιο, άδεια, άδειας, πιστοποιητικού, αδείας, πιστοποιητικό
Μεταφράσεις: προνόμιο, άδεια, άδειας, πιστοποιητικού, αδείας, πιστοποιητικό