Λέξη: εργαλείο

Σχετικές λέξεις: εργαλείο

εργαλείο για τρύπες σε δέρμα, εργαλείο αφαίρεσης κακόβουλου λογισμικού από το facebook, εργαλείο αποκομμάτων windows 7, εργαλείο για πουρέ, εργαλείο διαγνωστικής διερεύνησης δυσκολιών στο γραπτό λόγο των μαθητών γ' – στ' δημοτικού, εργαλείο ένωσης γωνιών wolfcraft, εργαλείο εκπαιδευτικής αξιολόγησης για παιδιά με αυτισμό στο γνωστικό τομέα, εργαλείο αποκομμάτων, εργαλείο ψηφιοποίησης web gis 2014, εργαλείο αποκομμάτων xp

Συνώνυμα: εργαλείο

γοργός χορός, σύνεργο, ψωλή, χορευτής, τσιμπούρι, σκεύος, όργανο, μουσικό όργανο, μαραφέτι, τέχνασμα, επινόημα

Μεταφράσεις: εργαλείο

εργαλείο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tool, implement, instrument, a tool, tool for

εργαλείο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
utensilio, herramienta, implantar, instrumento, herramienta de, la herramienta, herramientas

εργαλείο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
armatur, erzwingen, instrument, mittel, realisieren, werkzeug, gerät, hilfsprogramm, apparat, Werkzeug, Instrument, Tool

εργαλείο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
exécuter, moyen, impatroniser, ustensile, installer, instaurer, instrument, introduire, appliquer, outil, engin, appareil, outils, outil de, l'outil

εργαλείο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
arnese, congegno, attrezzo, implementare, mezzo, strumento, utensile, strumento di, utensili

εργαλείο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
instrutor, implantar, mestre, ferramenta, que, instrumento, implementar, ferramenta de, ferramenta da, ferramentas

εργαλείο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
werktuig, middel, gereedschap, instrument, hulpmiddel, onderzoekshulpmiddel

εργαλείο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
документ, прибор, обтесывать, резец, свершить, внедрить, приспособление, тиснение, ввести, выполнить, принадлежность, орудие, инструмент, снаряд, осуществить, станок, инструментом, инструмента, средство

εργαλείο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
redskap, middel, instrument, verktøy, verktøyet

εργαλείο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
verktyg, instrument, redskap, införa, verktyget, verktygs

εργαλείο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
väline, työkalu, työväline, laite, kalu, terä, välikäsi, koje, ase, kätyri, instrumentti, tarvekalu, välikappale, työkalun, välineenä

εργαλείο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
instrument, redskab, værktøj, værktøjet, værktøj til

εργαλείο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zavádět, pomůcka, přístroj, zavést, nástroj, nářadí, nástrojem, nástroje

εργαλείο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wprowadzać, artykuł, zastosować, realizować, przyrząd, narzędzie, instrument, zaimplementować, środek, narzędziownia, wdrażać, narzędziem, narzędzia, narzędzi, narzędzie do

εργαλείο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
segédeszköz, szerszám, szerszámgép, eszköz, eszközt, eszköze

εργαλείο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
alet, araç, aracı, araçtır, bir araçtır

εργαλείο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
верстат, станок, посадка, імплантація, упровадження, тиснення, інструктує, прилад, діяти, різець, садіння, інструмент

εργαλείο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mjet, vegël, mjet i, instrument, mjeti

εργαλείο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кур, инструмент, средство, хуй, инструмент за, инструменти

εργαλείο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
снасьць, інструмент, прылада, прыладу, інструмэнт

εργαλείο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vahend, riist, instrument, rakendama, tööriist, näitaja, tööriista

εργαλείο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
instrumenta, oruđe, alatom, sredstvo, sprava, provoditi, alat, izvesti, izvršiti, postići, provesti, instrument, alatka, kurac, alat za, alata

εργαλείο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
verkfæri, mælitæki, áhald, tól, tæki, Tool, tól til

εργαλείο στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
organum

εργαλείο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
instrumentas, įrankis, priemonė, priemone

εργαλείο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
darbarīks, instruments, rīks, līdzeklis

εργαλείο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
алатот, алатка, инструмент, алатката, средство, алатка за

εργαλείο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
instrument, instrument de, unealtă, instrumente, instrumentul

εργαλείο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
orodje, zavést, orodja, sredstvo, orodje za

εργαλείο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nástroj, náradie, náradia, náradí, nástroje

Στατιστικά δημοτικότητας: εργαλείο

Τυχαίες λέξεις