Liniować στα ελληνικά
Μετάφραση: liniować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επενδύω, γραμμή, παρατάσσω, ρυτίδα
Μεταφράσεις
- całościowo στα ελληνικά - συνολικά, συνολική, συνολικής, γενική, συνολικό
- egzotyka στα ελληνικά - εξωτικός, εξωτισμού, εξωτισμό, exoticism, εξωτισμός, του εξωτισμού
- gęganie στα ελληνικά - κοπάδι χήνες, Μπόλικοι, gaggle, μπόλικους, μπόλικους ακόμη
- horyzontalny στα ελληνικά - οριζόντιος, οριζόντια, οριζόντιο, οριζόντιες, οριζόντιας
Τυχαίες λέξεις
Liniować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επενδύω, γραμμή, παρατάσσω, ρυτίδα
Μεταφράσεις: επενδύω, γραμμή, παρατάσσω, ρυτίδα