Λέξη: οικονόμος
Σχετικές λέξεις: οικονόμος
οικονόμος συνώνυμα, ζητείται οικονόμος, οικονόμος εκκλησία, οικονόμος τσαριτσάνης, οικονόμοσ τσαριτσάνησ κεραυνόσ θεσπρωτικού, νίκη βόλου-οικονόμος, αριστείδησ οικονόμοσ, οικονόμος αελ, οικονόμος εξ οικονόμων, γεώργιος οικονόμος
Συνώνυμα: οικονόμος
σωτήρας, σώζων, μπάτλερ, αρχιυπηρέτης, οικονομία, σωτηρία, επόπτης, καμαρότος, επιστάτης, τροφοδότης, αρχιθαλαμηπόλος, οικοκυρά, επιμελητής, καταλυματίας
Μεταφράσεις: οικονόμος
οικονόμος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
seneschal, steward, housekeeper, thrifty, butler, saver
οικονόμος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
administrador, ama de llaves, ama de casa, ama, asistenta, ama de
οικονόμος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kellner, aufseher, steward, haushofmeister, aufwärter, Haushälterin, Wirtschafterin, Haushälter, Housekeeper
οικονόμος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gérant, civet, intendant, ragoût, régisseur, pot-au-feu, gardien, économe, gestionnaire, administrateur, majordome, gouvernante, femme de ménage, ménagère, femme de charge, femme de
οικονόμος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fattore, amministratore, governante, domestica, cameriera, serva, pulizie
οικονόμος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
governanta, empregada, caseiro, housekeeper, dona de casa
οικονόμος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opzichter, bewaker, intendant, meier, huishoudster, schoonmaakster, huisbewaarder
οικονόμος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
управитель, бурмистр, распорядитель, староста, смотритель, управляющий, приказчик, официант, сенешаль, стюард, эконом, проводник, экономка, ключница, домработница, домоправительница, хозяйка
οικονόμος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
intendant, husholderske, Hushjelp, husholdersken, husmor
οικονόμος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hushållerska, hushållerskan
οικονόμος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hoitaja, vartija, stuertti, lentoemäntä, tilanhoitaja, taloudenhoitaja, tervetulleita Taloudenhoitaja
οικονόμος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
husholderske, husholdersken, husbestyrerinde
οικονόμος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
správce, dozorce, majordom, hospodyně, hospodyni, hospodyní, domovník
οικονόμος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
majordom, intendent, włodarz, rządca, steward, ekonom, klucznik, zarządca, gospodarz, gospodyni domowa, gospodyni, gosposia, gospodynią, sprzątaczka
οικονόμος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
házvezetőnő, gazdasszony, házvezetőnője, házvezetőnőt, házvezetõnõ
οικονόμος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
idareci, kahya, housekeeper, hizmetçi
οικονόμος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
економ, стюард, економка
οικονόμος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zonjë, grua, grua shtëpie, amvisë, grua shërbimi
οικονόμος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
икономка, икономката, домакиня, домашна помощничка
οικονόμος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
апякун, ахмістрыня, аканомка, эканомкай, яшчэ ахмістрыня, гаспадыня
οικονόμος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
stjuuard, majapidaja, perenaine, majapidajanna, Majahoidja, koduabilise
οικονόμος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nadzornik, stjuard, podvornik, domaćin, domaćin se, domaćica, jezikom domaćin se, jezikom domaćin
οικονόμος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bryti, matselja, Ráðskonan
οικονόμος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
namų šeimininkė, ūkvedys, šeimininkė, namų tvarkytoja
οικονόμος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
saimniece, telpu uzkopšana, uzkopšana, mājkalpotāja, saimniecības vadītāja
οικονόμος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
домаќинот, куќна помошничка, помошничка, домаќинка, домар
οικονόμος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
menajeră, menajera, gospodină, menajere, menajerei
οικονόμος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
stevard, gospodinja, oskrbnik, oskrbnika, oskrbnica, oskrbnico
οικονόμος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
stevard, gazdiná, gazdinky, gazdinej, gazdinka, gazdiné
Τυχαίες λέξεις