Macerować στα ελληνικά

Μετάφραση: macerować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απότομος, απόκρημνος, μουσκεύω, ισχναίνω, μαραίνω, μούσκευμα, να μουσκέψουν
Macerować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • cieciorka στα ελληνικά - ρεβίθια, τα ρεβίθια, ρεβύθια, ρεβιθιών, των ρεβιθιών
  • ciecz στα ελληνικά - υγρό, υγρού, υγρή, υγρών, υγρά
  • finezja στα ελληνικά - φινέτσα, λεπτότητα, λεπτότητας, καθαρότητας, λεπτότητος, τη λεπτότητα
  • imak στα ελληνικά - σιαγόνες, σαγόνια, σιαγόνων, σιαγώνες, σιαγώνων
Τυχαίες λέξεις
Macerować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απότομος, απόκρημνος, μουσκεύω, ισχναίνω, μαραίνω, μούσκευμα, να μουσκέψουν