Λέξη: φουγάρο
Σχετικές λέξεις: φουγάρο
φουγάρο ναύπλιο, φουγάρο ναύπλιο facebook, φουγάρο craft fair, φουγάρο travel, φουγάρο ναύπλιο ωρες λειτουργιας, φουγάρο ναύπλιο εστιατοριο, φουγάρο ηράκλειο, φουγάρο ναύπλιο τηλ, φουγάρο ναύπλιο εκδηλωσεις, φουγάρο live
Συνώνυμα: φουγάρο
χωνί, καπνοδόχος, χωνίο
Μεταφράσεις: φουγάρο
φουγάρο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
funnel, smokestack, chimney, fit the lower tubecover
φουγάρο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
chimenea, embudo, la chimenea, chimenea de, chimeneas, las chimeneas
φουγάρο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
trichter, eisenbahn, Schornstein, smokestack, stack, smoke
φουγάρο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cheminée, trémie, entonnoir, cheminée industrielle, cheminée d'usine, smokestack, cheminée de
φουγάρο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ciminiera, smokestack, fumaiolo, fumaiuolo, il fumaiolo
φουγάρο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
funil, fungo, chaminé de fábrica, smokestack, chaminé, chaminés
φουγάρο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
trechter, schoorsteen, smokestack, schoor steen, rookkanaal, schoorsteen van
φουγάρο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
литник, лейка, воронка, дымоход, труба, дымовая труба, дымовой трубы, дымоходы, дымовая, дымит
φουγάρο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skorstein, forbrenning, smokestack, skorsteinen, skor
φουγάρο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tratt, skorsten, smokestack, skorstenen, fabriksskorsten, smokes
φουγάρο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
suppilo, hormi, savupiippu, smokestack, piippu, savupiipputeollisuus
φουγάρο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tragt, skorsten, skorstenen, smokestack
φουγάρο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nálevka, násypka, trychtýř, komín, tovární komín
φουγάρο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
lejek, komin, maszyna, leja, lej, smokestack, kominy z dymem, owy komin
φουγάρο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tölcsér, gyárkémény, kémény, hajókémény, kéménye
φουγάρο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
huni, baca, Smokestack, vapur bacası, bacası, baca boşlukları
φουγάρο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вирва, димар, лійка, димохід, димова, димову
φουγάρο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
oxhak
φουγάρο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кюнец, комин, комина, висок комин
φουγάρο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дымавая, дымовая
φουγάρο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lehter, veduri, Mantelkorsten
φουγάρο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ljevak, dimnjak, dimnjaka, sulundar
φουγάρο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
smokestack
φουγάρο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
piltuvas, smokestack
φουγάρο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
piltuve, smokestack
φουγάρο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
инката, комин, динамична
φουγάρο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pâlnie, coș de fum, smokestack, coșul de fum
φουγάρο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Dimnjak
φουγάρο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
komín
Στατιστικά δημοτικότητας: φουγάρο
Τυχαίες λέξεις