Makówka στα ελληνικά
Μετάφραση: makówka, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κεφάλι, φασόλι, ηγούμαι, Makówka
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bagier στα ελληνικά - ανασκαφέας, Digger, εκσκαφέα, εκσκαφείς, εκσκαφέας
- chromatografia στα ελληνικά - Χρωματογραφία, Η χρωματογραφία, χρωματογραφίας, Chromatography, Ηχρωματογραφία
- feministka στα ελληνικά - φεμινιστής, φεμινιστική, φεμινιστικό, φεμινιστικές, φεμινιστικής
- gradowy στα ελληνικά - χαλάζι, φωνάξει, χαιρετίζουν, το χαλάζι, χαιρετούν
Τυχαίες λέξεις
Makówka στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κεφάλι, φασόλι, ηγούμαι, Makówka
Μεταφράσεις: κεφάλι, φασόλι, ηγούμαι, Makówka