Manipulować στα ελληνικά
Μετάφραση: manipulować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χερούλι, χειρίζομαι, μεταχειρίζομαι, χειραγωγήσουν, χειριστείτε, χειριστούν, χειριστεί, χειρίζονται
Μεταφράσεις
- deklaratywny στα ελληνικά - δηλωτικός, δηλωτικό, αναγνωριστική, αναγνωριστικής, δηλωτικό χαρακτήρα
- głupota στα ελληνικά - ηλιθιότητα, βλακεία, βλακείας, ηλιθιότητας, την ηλιθιότητα
- improwizować στα ελληνικά - αυτοσχεδιάζω, αυτοσχεδιάζουν, αυτοσχεδιάσει, αυτοσχεδιάσουν, αυτοσχεδιάζει
- inteligentny στα ελληνικά - έξυπνος, φανταστικός, έξοχος, λαμπερός, νοήμων, ευφυή, ευφυής, ...
Τυχαίες λέξεις
Manipulować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χερούλι, χειρίζομαι, μεταχειρίζομαι, χειραγωγήσουν, χειριστείτε, χειριστούν, χειριστεί, χειρίζονται
Μεταφράσεις: χερούλι, χειρίζομαι, μεταχειρίζομαι, χειραγωγήσουν, χειριστείτε, χειριστούν, χειριστεί, χειρίζονται