Masa στα ελληνικά
Μετάφραση: masa, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μάζα, ποσότητα, έδαφος, ραμφίζω, προσαράσσω, πολτός, όραση, γη, μαζικός, διάταξη, μάζας, μαζικής, μαζική, μάζης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- boczny στα ελληνικά - πλάγιος, πλευρά, πλευράς, πλευρική, πλευρικά, πλευρά της
- emigrowanie στα ελληνικά - αποδημία, μετανάστευση, μετανάστευσης, αποδημίας, η μετανάστευση
- gorzała στα ελληνικά - μεθυστικά ποτά, Χουτς
- imaginacyjny στα ελληνικά - φανταστικός, φανταστικό, φανταστικού, νοητή, φαντασιακό
Τυχαίες λέξεις
Masa στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μάζα, ποσότητα, έδαφος, ραμφίζω, προσαράσσω, πολτός, όραση, γη, μαζικός, διάταξη, μάζας, μαζικής, μαζική, μάζης
Μεταφράσεις: μάζα, ποσότητα, έδαφος, ραμφίζω, προσαράσσω, πολτός, όραση, γη, μαζικός, διάταξη, μάζας, μαζικής, μαζική, μάζης