Mat στα ελληνικά

Μετάφραση: mat, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ύπαρχος, ταίρι, φιλαράκος, ζευγαρώνω, ματ, κάνει ματ, να κάνει ματ, κατανικώ, checkmate
Mat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bagatela στα ελληνικά - εντοπίζω, πραγματάκι, μηδαμινό τι, Bagatelle, μπαγκατέλα
  • cudować στα ελληνικά - ταραχή, φασαρία, αναστάτωση, κόπο, θόρυβο, θόρυβος
  • grawitować στα ελληνικά - έλκομαι, κλίνουν, έλκονται, ελθεί, έλκεται
  • idiomatycznie στα ελληνικά - ιδιωματικά, ιδιωματικώς
Τυχαίες λέξεις
Mat στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ύπαρχος, ταίρι, φιλαράκος, ζευγαρώνω, ματ, κάνει ματ, να κάνει ματ, κατανικώ, checkmate