Meblować στα ελληνικά

Μετάφραση: meblować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιπλώνω, προμηθεύω, παρέχουν, προσκομίσει, παράσχει, να προσκομίσει, παρέχει
Meblować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • akceptacja στα ελληνικά - αποδοχή, συγκατάθεση, αποδοχής, την αποδοχή, η αποδοχή, της αποδοχής
  • dramatyzować στα ελληνικά - δραματοποιώ, δραματοποιούν, δραματοποιήσει, δραματοποιούμε, δραματοποιήσουν
  • eksploatować στα ελληνικά - εγχειρίζω, λειτουργώ, αξιοποιώ, λειτουργούν, λειτουργεί, λειτουργία, λειτουργήσει, ...
  • guma στα ελληνικά - μαστίχα, γόμα, λαστιχένιος, κόμμι, κόμμεος, ούλων, κόμμεως, ...
Τυχαίες λέξεις
Meblować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιπλώνω, προμηθεύω, παρέχουν, προσκομίσει, παράσχει, να προσκομίσει, παρέχει