Λέξη: ευάερος

Συνώνυμα: ευάερος

αέριος, εναέριος, χαροπός

Μεταφράσεις: ευάερος

ευάερος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
airy

ευάερος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vaporoso, airoso, aireado, espacioso, bien ventilada, bien ventilado, aireada

ευάερος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
immateriell, luftig, lässig, ätherisch, luftigen, luftige, luftiges, luftiger

ευάερος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
éthéré, évaporé, venteux, étourdi, pneumatique, agile, vaporeux, aérien, léger, facile, guilleret, aéré, aérée, spacieux, spacieuse, aérées

ευάερος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
arioso, ariosa, ariose, airy, ariosi

ευάερος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arejado, arejados, arejada, airy

ευάερος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
luchtig, luchtige, frisse, ruime, fris

ευάερος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
грациозный, веселый, легкий, пустой, воздушный, просторный, легкомысленный, просторные, воздушные, просторном

ευάερος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
luftig, luftige

ευάερος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
luftig, luftiga, luftigt

ευάερος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tyhjänpäiväinen, poikue, ilmava, ilmavia, ilmavat, ilmavassa, ilmavan

ευάερος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
luftige, luftig, luftigt

ευάερος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
větrný, nadýchaný, vzduchový, vzdušný, povrchní, lehkomyslný, živý, lehký, vzdušné, vzdušná, vzdušnou

ευάερος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
lekki, próżny, beztroski, zwiewny, lekkomyślny, powietrzny, przewiewny, trzpiotowaty, powiewny, przestronne, przestronny, przewiewne

ευάερος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
komolytalan, levegős, tágas, szellős, légies, könnyed

ευάερος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
havadar, havadar bir, ferah

ευάερος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
повітряна, повітряне, легковажний, повітряний, повітряну

ευάερος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i ajrosur, ajrosur, të ajrosur, ajrosura, i gëzuar

ευάερος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ефирен, проветрив, проветриво, въздушносъхнещи, ефирни

ευάερος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
паветраны

ευάερος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
õhuline, õhulise, õhurikas, õhulised, õhurikkas

ευάερος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lakomislen, zračni, zračan, živahan, prozračan, prozračna, prozračni, prozračne, vazdušast

ευάερος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Airy, loftgóður, loftmikil, loftgóð

ευάερος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
erdvus, erdvūs, erdviame, erdvios

ευάερος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
gaisīgs, jautrs, gaisīgas, viegls

ευάερος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
воздушеста, воздушесто, воздух, воздушести, грациозен

ευάερος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
aerisit, aerisite, aerisită, aerisita

ευάερος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vzdušna, zračen, zračno, zračna, zračne, zračni

ευάερος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vzdušný, vzdušného, letecký, vzdušnom, národný vzdušný
Τυχαίες λέξεις