Mianowanie στα ελληνικά
Μετάφραση: mianowanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποψηφιότητα, διορισμός, συνάντηση, χρίσμα, ορισμός, ραντεβού, διορισμό, διορισμού, το διορισμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- automatyzować στα ελληνικά - αυτοματοποιώ, αυτοματοποιήσει, την αυτοματοποίηση, αυτοματοποιήσουν, αυτοματοποιούν, αυτοματοποίηση των
- biometryka στα ελληνικά - βιομετρικά στοιχεία, βιομετρία, βιομετρίας, βιομετρικών στοιχείων, τη χρήση βιομετρικών στοιχείων
- dosłownie στα ελληνικά - κυριολεκτικά, Πλήρη, αυτολεξεί, επί λέξει, λέξει, λέξη
- harmonijka στα ελληνικά - μπουκιά, φυσαρμόνικα, φυσαρμόνικας, harmonica, φυσαρμόνικες, τη φυσαρμόνικα
Τυχαίες λέξεις
Mianowanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποψηφιότητα, διορισμός, συνάντηση, χρίσμα, ορισμός, ραντεβού, διορισμό, διορισμού, το διορισμό
Μεταφράσεις: υποψηφιότητα, διορισμός, συνάντηση, χρίσμα, ορισμός, ραντεβού, διορισμό, διορισμού, το διορισμό