Λέξη: διαπρεπής
Σχετικές λέξεις: διαπρεπής
διαπρεπής συνώνυμα
Συνώνυμα: διαπρεπής
έξοχος, εξέχων, υπέροχος, εξαιρετικός, σημαντικός, εκκρεμής, ξεχωριστός, διακεκριμένος, αριστούχος
Μεταφράσεις: διαπρεπής
διαπρεπής στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
prominent, preeminent, eminent, distinguished, outstanding
διαπρεπής στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
prominente, distinguido, eminente, preeminente, excelencia, por excelencia, preeminencia
διαπρεπής στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
auffallend, prominenter, prominente, markant, hervorragend, überragend, herausragende, herausragenden, ragende
διαπρεπής στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
frappant, remarquable, voyant, notable, saillant, marquant, éminent, proéminent, éclatant, prééminent, prééminente, excellence, par excellence
διαπρεπής στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
notevole, preminente, preponderante, eminente, per eccellenza, autorevole
διαπρεπής στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
preeminente, proeminente, mais proeminente, preeminent, proeminentes
διαπρεπής στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitstekend, opvallend, uitstek, vooraanstaande, bij uitstek, meest vooraanstaande, preeminent
διαπρεπής στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
почтенный, выпуклый, обостренный, торчащий, приметный, известный, выдающийся, выступающий, видный, уважительный, рельефный, выдающимся, выдающейся, превосходящий
διαπρεπής στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fremstående, påfallende, fremragende, fremtredende
διαπρεπής στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
påfallande, framträdande, stående, preeminent, framstående, mest framstående
διαπρεπής στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
silmiinpistävä, etevä, silmäänpistävä, huomattava, preeminent, huomattavin, tärkeimmälle sijalle
διαπρεπής στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fremtrædende, preeminent, mest fremtrædende, reviewet, overlegne
διαπρεπής στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
význačný, významný, vyčnívající, vynikající, nápadný, vystupující, výtečný, preeminent, jednou z největších, nejpřednější
διαπρεπής στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
głośny, wybitny, widoczny, wydatny, wystający, poczesny, wybitną, preeminent, górujący, przodujący
διαπρεπής στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kiemelkedő, kimagasló, legkiemelkedőbb, kiemelkedõ
διαπρεπής στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
üstün, Önde gelen, seçkin, seçkin bir, preeminent
διαπρεπής στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
випуклість, видатний, визначний, видатна
διαπρεπής στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
preeminent, i shquar, shquar, shquhet
διαπρεπής στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
превъзходен, виден, отличен, Този превъзходен, изтъкнатата
διαπρεπής στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выбітны, выдатны
διαπρεπής στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
esileküündiv, prominentne, väljapaistvale, preeminent, eelisasendi, par exellence
διαπρεπής στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ispupčenje, neravnina, izbočina, nadmoćan, istaknute, dominirajuća, istaknut, najistaknutiji
διαπρεπής στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
preeminent
διαπρεπής στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išsiskiriantis, pranašesnis, žymus, Išduoda, preeminent
διαπρεπής στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
saskatāms, uzkrītošs, saredzams, preeminent
διαπρεπής στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Шешељ, бележит, еминентни
διαπρεπής στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
frapant, preeminent, proeminenta, proeminentă, proeminent, proeminente
διαπρεπής στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Izrazit, vzvišena, Nadmoćan
διαπρεπής στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nápadný, prominentní, znamenitý, výborný, vynikajúci, skvelý, výnimočný
Τυχαίες λέξεις