Λέξη: τρίχωμα

Σχετικές λέξεις: τρίχωμα

τρίχωμα σκύλων, τρίχωμα γάτας, σκύλος τρίχωμα, πρωτογενές τρίχωμα, γάτα τρίχωμα, τρίχωμα σκύλου, κουνέλι τρίχωμα, κουνέλια τρίχωμα

Συνώνυμα: τρίχωμα

μαλλιά, τρίχα, κόμη

Μεταφράσεις: τρίχωμα

τρίχωμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fur, hair, coat, pile, dander

τρίχωμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
piel, pelaje, cabello, pelo, de pelo, el pelo, del pelo

τρίχωμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fell, pelz, Haar, Haare, Haaren

τρίχωμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pelisse, poil, peau, pelage, fourrure, tartre, cheveux, les cheveux, cheveu, poils, des cheveux

τρίχωμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pelame, pelliccia, pelle, pelo, capelli, i capelli, dei capelli, di capelli

τρίχωμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pele, peliça, peles, engraçado, cabelo, de cabelo, cabelos, do cabelo, o cabelo

τρίχωμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
huid, bont, aanzetten, pels, vacht, haar, haren, hair, het haar

τρίχωμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
шерсть, шкура, котик, шуба, мех, пушнина, осадок, пушок, накипь, волосы, волос, волосы на, для волос, волосы на голове

τρίχωμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
pels, skinn, hår, håret, hair, uten, stryke

τρίχωμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skinn, päls, hår, håret, hair

τρίχωμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
turkki, talja, karva, turkikset, turkis, hiukset, Hiusten, hair, hiuksia, tukka

τρίχωμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pels, skind, pelsværk, hår, håret, hair, hårtørrer

τρίχωμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
srst, kožich, kožešina, vlasy, vysoušeč, vlasů, na vlasy

τρίχωμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
futro, futerko, nalot, sierść, kamień, włosy, włos, włosów, do włosów

τρίχωμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bunda, prém, lepedék, haj, haja, haját, hajszárító, szőr

τρίχωμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
post, saç, hair, kıl, saçlar

τρίχωμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
накип, хутро, осадок, пушок, осад, хутряний, волосся

τρίχωμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
qime, flokët, flokëve, e flokëve, flokët e

τρίχωμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
коса, косата, на косата, дъска, дъска за

τρίχωμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
валасы, волосы

τρίχωμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
karusnahk, karvkate, juuksed, juuste, juukseid, föön, karvad

τρίχωμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
krzno, dlaka, krzna, kosa, kose, sušilo, sušilo za, kosu

τρίχωμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hár, hárið, hárin, hárinu, hári

τρίχωμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kailis, plaukai, Plaukų, plaukuotumas, rašomasis, lyginimo

τρίχωμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
spalva, vilna, mati, Matu, Hair, matiem, matus

τρίχωμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
крзно, коса, косата, за коса, на косата, на коса

τρίχωμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
blană, păr, de păr, par, părul, parului

τρίχωμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kožuh, lasje, las, lase, hair, dlake

τρίχωμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kožušina, srsť, vlasy, vlasmi, vlasov
Τυχαίες λέξεις