Mieć στα ελληνικά

Μετάφραση: mieć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φαγητό, είμαι, διανύω, έχω, έχε, βρίσκομαι, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε
Mieć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • antyteza στα ελληνικά - αντίθεση, αντίθετο, αντίθεσης, αντιθέσεις
  • dopytać στα ελληνικά - ρωτώ, μάθετε, να μάθετε, βρείτε, ανακαλύψει, ανακαλύψετε
  • dzikość στα ελληνικά - αγριάδα, αγριότητα, αγριάδας, wildness, η αγριάδα
  • immunologiczny στα ελληνικά - απρόσβλητος, άτρωτος, ανοσολογική, ανοσολογικές, ανοσολογικών, ανοσολογικής, ανοσολογικά
Τυχαίες λέξεις
Mieć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φαγητό, είμαι, διανύω, έχω, έχε, βρίσκομαι, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε