Λέξη: κόκκινος
Σχετικές λέξεις: κόκκινος
κόκκινος ουρανός (2011), κόκκινος στρατός, κόκκινος μύλος, κόκκινος ρέθυμνο, κόκκινος υδράργυρος, κόκκινος φούρνος, κόκκινος λωτός, κόκκινος ουρανός, κόκκινος φάκελος, κόκκινος κύκλος
Συνώνυμα: κόκκινος
ερυθρός, άλικος, υσγινοβαφής, πορφυρός
Μεταφράσεις: κόκκινος
κόκκινος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
red, a red
κόκκινος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rojo, tinto, bermejo, arrebol, encarnado, roja, rojos, color rojo, de color rojo
κόκκινος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rot, roten, rote, red, roter
κόκκινος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vermillon, communiste, sanglant, rouge, perte, sanguinolent, rouquin, rouges, red, en rouge
κόκκινος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rosso, vermiglio, rossa, rossi, red, colore rosso
κόκκινος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vermelho, rectificar, rubro, vermelha, vermelhos, red, vermelhas
κόκκινος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
blozend, rood, rode, red
κόκκινος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
возвращенный, алый, краснокожий, оливковый, румяный, рыжий, красный, убыточный, долговой, красного, красным, красная, красные
κόκκινος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rød, røde, rødt, red
κόκκινος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
röd, rött, röda, red
κόκκινος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
väkivaltainen, punainen, puna, tappio, punaista, red, punaisen, punaisella
κόκκινος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rød, røde, rødt, red
κόκκινος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
červená, červený, rezavý, krvavý, ruměnec, komunistický, ryšavý, červeň, zrzavý, červené, červenými, červeně
κόκκινος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
krwawy, czerwień, czerwony, minia, rudy, komunista, rewolucyjny, czerwone, czerwonym, czerwona
κόκκινος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vörösség, piros, vörös, red, a piros, a vörös
κόκκινος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
al, kırmızı, kızıl, red, kırmızı bir
κόκκινος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
переробляти, переробити, червоний, корисний, червона, червоне
κόκκινος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kuq, i kuq, kuqe, të kuqe, e kuqe
κόκκινος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
червен, загуби, червено, червена, червени, червения
κόκκινος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
чырвоны, чырвонае, красный
κόκκινος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
punane, punase, punast, punased, punaste
κόκκινος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
crvenim, rumen, crveno, crvenih, crven, riđ, crvena, crveni, crvene, crvenu
κόκκινος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rauður, rautt, Red, rauðir, rauð
κόκκινος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
ruber
κόκκινος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
raudonas, raudona, nuostoliai, raudonos, raudonai, raudoną
κόκκινος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sarkans, sarkana, sarkanā, sarkano, red
κόκκινος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
црвена, црвено, црвени, црвениот, црвен
κόκκινος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
roşu, roșu, rosu, roșie, roșii, rosie
κόκκινος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
rdeč, rdeča, red, rdeče, rdeči
κόκκινος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
červený, červená, červeň, červené, red, čierny
Στατιστικά δημοτικότητας: κόκκινος
Τυχαίες λέξεις