Minować στα ελληνικά

Μετάφραση: minować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νάρκη, μεταλλείο, ορυχείο, ορυχείου, των ναρκών, η δική μου
Minować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dostrzegalny στα ελληνικά - αξιοσημείωτος, αισθητός, αντιληπτός, αισθητή, αντιληπτή, αντιληπτό
  • dyskwalifikować στα ελληνικά - αποκλείσει, να αποκλείσει, αποκλείει, αποκλεισμό, αποκλείσουν
  • dójka στα ελληνικά - σαρκασμός, νύξη, σκάβω, κέντρισμα, θηλές ζώου, έσκαψαν, σκαμμένο, ...
  • imiennik στα ελληνικά - συνώνυμος, ομώνυμο, συνονόματό, συνονόματος, ομώνυμος
Τυχαίες λέξεις
Minować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νάρκη, μεταλλείο, ορυχείο, ορυχείου, των ναρκών, η δική μου