Mocodawca στα ελληνικά
Μετάφραση: mocodawca, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξουσία, κύρος, ηγετικός, αυθεντία, κύριος, κύρια, κύριο, κύριες, την κύρια
Μεταφράσεις
- drżenie στα ελληνικά - τρεμούλα, συγκίνηση, τουρτουρίζω, ριγώ, ταραχή, τρεμούλιασμα, δόνηση, ...
- dyskursywny στα ελληνικά - ασυνάρτητος, παρεκβατικός, παρεκβατική, παρεκβατικό, λόγου
- gastronomia στα ελληνικά - τροφοδοσία, γαστρονομία, γαστρονομίας, τη γαστρονομία, της γαστρονομίας, Gastronomy
- iloczas στα ελληνικά - ποσότητα, ποσότητας, ποσότητα που, ποσότητες, την ποσότητα
Τυχαίες λέξεις
Mocodawca στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξουσία, κύρος, ηγετικός, αυθεντία, κύριος, κύρια, κύριο, κύριες, την κύρια
Μεταφράσεις: εξουσία, κύρος, ηγετικός, αυθεντία, κύριος, κύρια, κύριο, κύριες, την κύρια