Mocować στα ελληνικά
Μετάφραση: mocować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παλεύω, αγωνίζομαι, αγώνας, καθορίσει, διορθώσετε, να καθορίσει, καθορίζουν, καθορίζει
Μεταφράσεις
- burak στα ελληνικά - τεύτλο, τεύτλων, τεύτλα, ζαχαρότευτλα, τα τεύτλα, τεύτλου
- cieczowy στα ελληνικά - υγρό, Υγρά, Liquid, Υγρή, Υγρές
- dupa στα ελληνικά - κουτουλώ, βλάκας, γάιδαρος, κώλος, κώλο, τον κώλο, γάιδαρο
- epicki στα ελληνικά - επικός, έπος, επική, επικό, επικές, επικά
Τυχαίες λέξεις
Mocować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παλεύω, αγωνίζομαι, αγώνας, καθορίσει, διορθώσετε, να καθορίσει, καθορίζουν, καθορίζει
Μεταφράσεις: παλεύω, αγωνίζομαι, αγώνας, καθορίσει, διορθώσετε, να καθορίσει, καθορίζουν, καθορίζει