Monitować στα ελληνικά
Μετάφραση: monitować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γρήγορος, ωθώ, νουθετώ, διάλεξη, υποκινώ, οθόνη, μόνιτορ, οθόνης, παρακολουθεί, της οθόνης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- godowy στα ελληνικά - νυμφικός, γαμήλιος, γάμος, nuptial, γαμήλια
- gospodarstwo στα ελληνικά - αγρόκτημα, σπίτι, οικογένεια, οικιακός, σπιτικό, ράντσο, εκμετάλλευση, ...
- górotwórczy στα ελληνικά - τεκτονικός, τεκτονικές, τεκτονική, τεκτονικών, τεκτονικής
- instynkt στα ελληνικά - ένστικτο, το ένστικτο, ένστικτό, το ένστικτό, ενστίκτου
Τυχαίες λέξεις
Monitować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γρήγορος, ωθώ, νουθετώ, διάλεξη, υποκινώ, οθόνη, μόνιτορ, οθόνης, παρακολουθεί, της οθόνης
Μεταφράσεις: γρήγορος, ωθώ, νουθετώ, διάλεξη, υποκινώ, οθόνη, μόνιτορ, οθόνης, παρακολουθεί, της οθόνης