Nałogowy στα ελληνικά
Μετάφραση: nałogowy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρόνιος, κατασταλαγμένος, βαθύς, παθολογικός, μανιώδης, παλαιός, παγιωμένων, βαθιά ριζωμένη, φανατικός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dzida στα ελληνικά - δόρυ, λόγχη, καμάκι, βέργα, το δόρυ, δόρατος
- elektronowolt στα ελληνικά - ηλεκτρόνιο, ηλεκτρονίων, ηλεκτρονίου, ηλεκτρονικό, ηλεκτρονική
- grawerować στα ελληνικά - χαράζω, χαράξουμε, χαράξει, χαράξτε, χαράξω
- gwóźdź στα ελληνικά - πρόκα, νύχι, καρφί, νυχιών, των νυχιών, καρφιών
Τυχαίες λέξεις
Nałogowy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρόνιος, κατασταλαγμένος, βαθύς, παθολογικός, μανιώδης, παλαιός, παγιωμένων, βαθιά ριζωμένη, φανατικός
Μεταφράσεις: χρόνιος, κατασταλαγμένος, βαθύς, παθολογικός, μανιώδης, παλαιός, παγιωμένων, βαθιά ριζωμένη, φανατικός