Nadwątlać στα ελληνικά
Μετάφραση: nadwątlać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποσκάπτω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- alergen στα ελληνικά - αλλεργιογόνο, αλλεργιογόνου, αλλεργιογόνα, αλλεργιογόνων, το αλλεργιογόνο
- cuchnąć στα ελληνικά - βρομιά, βρομώ, βρόμα, βρώμα, δυσωδία, βρωμάει, βρωμούσα του, ...
- defensywny στα ελληνικά - αμυντικός, αμυντική, αμυντικό, αμυντικά, αμυντικές
- informowanie στα ελληνικά - πληροφορίες, πληροφοριών, πληροφορίες που, πληροφορία, πληροφόρησης
Τυχαίες λέξεις
Nadwątlać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποσκάπτω
Μεταφράσεις: υποσκάπτω