Nadwątlić στα ελληνικά

Μετάφραση: nadwątlić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποδυναμώνω, αποδυναμώνομαι, αποδυναμώνουν, αποδυναμώσει, να αποδυναμώσει, αποδυναμώσουν, εξασθενίσει
Nadwątlić στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezużytecznie στα ελληνικά - ανώφελα, μάταια, άσκοπα, ασκόπως, άχρηστη
  • buldożer στα ελληνικά - μπουλούκος, μπουλντόζα, μπουλντόζας, εκσκαφέας, μπουλντόζες
  • błyszcząco στα ελληνικά - διαύγεια, με διαύγεια, lucidly, διαυγή, εύστοχα
  • gad στα ελληνικά - ερπετό, έρπων, ερπετών, ερπετά, ερπετού
Τυχαίες λέξεις
Nadwątlić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποδυναμώνω, αποδυναμώνομαι, αποδυναμώνουν, αποδυναμώσει, να αποδυναμώσει, αποδυναμώσουν, εξασθενίσει