Λέξη: δρομολόγιο

Σχετικές λέξεις: δρομολόγιο

δρομολόγιο ε22, δρομολόγιο τραμ, δρομολόγιο 140, δρομολόγιο οσε, δρομολόγιο 608, δρομολόγιο μετρό, δρομολόγιο 040, δρομολόγιο 550, δρομολόγιο 054, δρομολόγιο 703

Συνώνυμα: δρομολόγιο

πρόγραμμα, ονοματολόγιο, επίσημος κατάλογος, δρομολόγια, χρονοδιάγραμμα, ωρολόγιο πρόγραμμα

Μεταφράσεις: δρομολόγιο

δρομολόγιο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
itinerary, connection, route, service

δρομολόγιο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
itinerario, circuito en, circuito en los, itinerario de, recorrido

δρομολόγιο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
reiseplan, route, reiseroute, reisetagebuch, Reiseroute, Route, Rundfahrt, Strecke

δρομολόγιο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
trajet, chemin, itinéraire, route, guide, voie, voyageur, conducteur, passager, circuit, parcours, l'itinéraire, itinéraire de

δρομολόγιο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
itinerario, tour, percorso, itinerari, dell'itinerario

δρομολόγιο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
itinerário, roteiro, itinerário de, percurso, itinerary

δρομολόγιο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
reisroute, reisplan, route, routebeschrijving, route in

δρομολόγιο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
стезя, путевой, дорога, путеводитель, маршрут, путь, маршрута, Расчет пути, маршруте

δρομολόγιο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
reiserute, reiser, reiseruten, uten, reiserute Lokal

δρομολόγιο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
färdväg, resväg, resplan, färdvägen, resplanen

δρομολόγιο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kulkureitti, matkareitti, reitti, matkaopas, Matkasuunnitelma, Itinerary, matkareitistä, matkareitin

δρομολόγιο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rejseplan, rute, rejserute, rejseruten, strækning

δρομολόγιο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
průvodce, cesta, itinerář, cestující, trasa, trasu, Vypočítat trasu, trasy

δρομολόγιο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
marszruta, trasa, przewodnik, podróżny, plan podróży, Planu Podróży, trasy, kalkulację trasy

δρομολόγιο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
utazási, úti, útiterv, útvonal, útvonalat, útvonalát, útvonalára

δρομολόγιο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yol, güzergah, itinerary, güzergahı, yol rehberimizi

δρομολόγιο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
маршрут

δρομολόγιο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
itinerar, Itinerari, itinerarin, Itinerari i, itinerarit

δρομολόγιο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
маршрут, маршрута, маршрути, маршрута на

δρομολόγιο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
маршрут

δρομολόγιο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
teekond, reisiplaan, marsruuti, teekonda, Näita teekonda, reisiplaani

δρομολόγιο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
putopis, lutanjima, tura, itinerar, Plan puta, itinerer, itinerarij

δρομολόγιο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ferðaáætlun, Ferðalisti, Ferðalýsing, ferðaáætlunina, Ferðalista

δρομολόγιο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
maršrutas, Apskaičiuoti kelią, tvarkaraštis, maršruto, kelionės

δρομολόγιο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
maršruts, maršrutu, maršrutā, Ceļveža, ceļojuma plāns

δρομολόγιο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
маршрутата, итинерар, Распоредот, рута, патопис

δρομολόγιο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
itinerar, itinerariul, itinerarul, itinerariu, traseu

δρομολόγιο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
itinerar, poti, pot, načrt poti, Izračunajte načrt poti

δρομολόγιο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
itinerár, popis cesty, Itinerára, trasa

Στατιστικά δημοτικότητας: δρομολόγιο

Τυχαίες λέξεις