Λέξη: εκκένωση

Σχετικές λέξεις: εκκένωση

εκκένωση ελασσόνας, εκκένωση εντέρου, εκκένωση των νησιών, εκκένωση αίγλης, εκκένωση τησ ερτ, εκκένωση κτιρίων, εκκένωση της δουνκέρκης, εκκένωση νησιών, εκκένωση ελληνικών νησιών, εκκένωση ερτ

Συνώνυμα: εκκένωση

διακοπές, διακοπή, αργία, σχολή, εκπλήρωση, απόλυση, αποστράτευση, πυροβολισμός

Μεταφράσεις: εκκένωση

εκκένωση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
evacuation, discharge, emptying, evacuation of, discharging

εκκένωση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
evacuación, descarga, de descarga, descarga de, aprobación de la gestión, de descarga de

εκκένωση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
räumung, evakuation, entleerung, evakuierung, Entlastung, Entladung, Entlassung, Ausfluss, Entladungs

εκκένωση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
évacuation, décharge, la décharge, déchargement, écoulement, libération

εκκένωση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
evacuazione, sfollamento, scarico, scarica, di scarico, di discarico, il discarico

εκκένωση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
quitação, descarga, de descarga, alta, de quitação

εκκένωση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontlading, ontladen, kwijting, lozing, afvoer

εκκένωση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
испражнение, эвакуация, опорожнение, разряд, разрядка, расход, разгрузка, освобождение

εκκένωση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
evakuering, utskrivning, utflod, utslipp, utladning, utslippet

εκκένωση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
urladdning, urladdnings, ansvarsfrihet, utsläpp, utlopps

εκκένωση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
evakuointi, päästö, vastuuvapauden, vastuuvapauden myöntämisestä, vastuuvapautta, vastuuvapaus

εκκένωση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
udledning, decharge, udledningen, afladning, udtømning

εκκένωση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odsun, evakuace, vyprázdnění, vyklizení, výboj, výtok, Udělení absolutoria, Udělení absolutoria za, Udělení absolutoria za rok

εκκένωση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
opróżnianie, ewakuacja, wydzielina, wyładowanie, rozładowanie, zwolnienie, odpływ

εκκένωση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
evakuálás, kirakodás, mentesítésről, mentesítési, mentesítést, kisülés

εκκένωση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
deşarj, boşaltma, tahliye, boşaltım, boşalma

εκκένωση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
евакуація, розряд, розряду, разряд

εκκένωση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shkarkim, rehabilitoj, shkarkimit, shkarkimin, shkarkimi

εκκένωση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изпразване, секрет, разтоварване, освобождаване, уволнение

εκκένωση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
разрад, Безразрадны

εκκένωση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tühjendamine, roojamine, evakueerimine, eritis, heakskiidu, eelarve täitmisele heakskiidu andmise, heakskiidu andmise, täitmisele heakskiidu andmise

εκκένωση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
napuštanje, pražnjenje, iscjedak, ispuštanje, pražnjenja, izboj

εκκένωση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
útskrift, losun, útferð, rennsli, útferð úr

εκκένωση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išmetimas, iškrovimas, išleisti, biudžeto įvykdymo patvirtinimo, išlydžio

εκκένωση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izkraušana, atbrīvot, budžeta izpildes apstiprināšana, izlādes, budžeta izpildes apstiprināšanu

εκκένωση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
екскреција, празнење, испуштање, испуштањето, исцедок, отпуштање

εκκένωση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
descărcare, descărcarea, descărcare de gestiune, de descărcare de gestiune, descărcarea de gestiune

εκκένωση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odsun, razrešnica, razrešnice, izcedek, praznjenja, izpust

εκκένωση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
odsun, výboj, výboj v, šok, výboj sa, výboja
Τυχαίες λέξεις