Nakładać στα ελληνικά

Μετάφραση: nakładać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επέκταση, επικαλύπτω, συμπίπτω, φουντώνω, απλώνω, αιτούμαι, περιορίζω, επιβάλλω, διαδίδω, βάζω, εφαρμόζω, κούρνια, επιβάλλουν, επιβάλλει, επιβάλουν, να επιβάλει, επιβάλει
Nakładać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • chlorowanie στα ελληνικά - χλωρίωση, χλωρίωσης, χλωριώσεως, η χλωρίωση, τη χλωρίωση
  • cielenie στα ελληνικά - τοκετό, τον τοκετό, τοκετών, τοκετού, του τοκετού
  • gromada στα ελληνικά - αγέλη, κλάση, όμιλος, ορδή, συρρέω, υπάγω, τάξη, ...
  • głowiasty στα ελληνικά - headed, επικεφαλής, με επικεφαλής, φέρει τον τίτλο, επιγράφεται
Τυχαίες λέξεις
Nakładać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επέκταση, επικαλύπτω, συμπίπτω, φουντώνω, απλώνω, αιτούμαι, περιορίζω, επιβάλλω, διαδίδω, βάζω, εφαρμόζω, κούρνια, επιβάλλουν, επιβάλλει, επιβάλουν, να επιβάλει, επιβάλει