Προσωπικός στα αγγλικά
Μετάφραση: προσωπικός, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
personal, private, individual, a personal
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: προσωπικός
private
- ιδιωτικός
- ιδιαίτερος
- μυστικός
- προσωπικός
- προσωπικός
- ιδιωτικός
- ατομικός
- προσωπικός
Σχετικές λέξεις: προσωπικός
προσωπικός φάκελος υγείας, προσωπικός υπολογιστής, προσωπικός χάρτης, προσωπικός ψηφιακός βοηθός, προσωπικός μαγνητισμός, προσωπικός λεξικό γλώσσας αγγλικά, προσωπικός στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- προσωπικά στα αγγλικά - personally, in person, personal, person, private
- προσωπικό στα αγγλικά - staff, personnel, personal, staff of
- προσωπικός στα αγγλικά - personal, private, individual, a personal
- προσωπικότητα στα αγγλικά - personality, individuality, celebrity, character, personage
- προσωποποιώ στα αγγλικά - personify, impersonate, personalize
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικός στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: personal, private, individual, a personal
Μεταφράσεις: personal, private, individual, a personal