Nakazywać στα ελληνικά

Μετάφραση: nakazywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθοδηγώ, προβλέπω, ορίζω, απαιτώ, διατάσσω, διορίζω, χρειάζομαι, σκηνοθετώ, υπαγορεύω, συνταγογραφήσει, συνταγογραφούν, προδιαγράψει, ορίζουν, προβλέπουν
Nakazywać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • czysty στα ελληνικά - ευθύς, ακριβής, πρόστιμο, καθαρίζω, ατόφιος, συγυρίζω, συγυρισμένος, ...
  • donośny στα ελληνικά - ηχηρός, βροντόφωνος, βροντερός, τρανταχτός, σκαστός, δυνατά, δυνατό, ...
  • hodowla στα ελληνικά - πολιτισμός, αναπαραγωγή, αναπαραγωγής, εκτροφή, εκτροφής, την αναπαραγωγή
  • immatrykulować στα ελληνικά - εγγράφω, matriculate, εγγράφομαι
Τυχαίες λέξεις
Nakazywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθοδηγώ, προβλέπω, ορίζω, απαιτώ, διατάσσω, διορίζω, χρειάζομαι, σκηνοθετώ, υπαγορεύω, συνταγογραφήσει, συνταγογραφούν, προδιαγράψει, ορίζουν, προβλέπουν